Στη δυτική Ευρώπη του 18ου αιώνα η έκφραση της γυναικείας σεξουαλικότητας συνδέεται με την υστερία και τη νυμφομανία, παρουσιάζοντας ως ασθένεια κάθε έντονη έκφραση γυναικείας σεξουαλικότητας.
Στην Ελλάδα, στις αρχές του 20ού αιώνα, από νομικής άποψης, η γυναίκα δεν μπορούσε να ελέγξει την περιουσία της, ενώ η σημασία της παρθενίας ήταν καθοριστική για το γάμο. Μέχρι το 1922 οι γυναίκες που συνήπταν ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις μπορούσαν να οδηγηθούν από την αστυνομία σε πορνείο.
Με λίγα λόγια, στο δημόσιο λόγο των αρχών του 20ού αιώνα υπήρχαν δύο κυρίαρχες αναπαραστάσεις της γυναίκας: η παρθένα ή μητέρα, που εξαγνίζεται από τη μητρότητα, και η πόρνη/μοιραία γυναίκα/υστερική γυναίκα, που απειλεί την κοινωνία με τη σεξουαλικότητά της.
Αυτό προκύπτει από έρευνα που παρουσίασε με διάλεξή της στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης η διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του King's College του Λονδίνου Μαρία Νικολοπούλου.
Η έρευνα αφορά την εικόνα της γυναικείας σεξουαλικότητας σε λογοτεχνικά κείμενα γυναικών που δημοσιεύονται σε ελληνικά περιοδικά λόγου και τέχνης την περίοδο 1900-1920.